ἐπαρχεῖον

ἐπαρχεῖον
ἐπαρχ-εῖον, τό,
A = ἐπαρχία 1, ἄρξαντι -είου Νουμιδίας IG14.911:—also [suff] ἐπάρχ-ειος (sc. χώρα), , IPE12.54 ([place name] Olbia), IG14.1078a, IGRom.1.580 (nicopolis ad Istrum), Ath.Mitt.48.113 (ibid.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αρχείο — Στην αρχαιότητα ο όρος σήμαινε το μέρος όπου έδρευαν ή συνεδρίαζαν οι αρχές ή ακόμα και τις ίδιες τις αρχές (Αριστοτέλης). Αργότερα πήρε τη σημασία που έχει σήμερα, δηλαδή συλλογές δημόσιων ή ιδιωτικών εγγράφων καθώς και το μέρος όπου φυλάσσονται …   Dictionary of Greek

  • επαρχείο — το (Α ἐπαρχεῑον) [έπαρχος] νεοελλ. δημόσιο κτήριο όπου εδρεύει ο έπαρχος αρχ. 1. το διαμέρισμα μιας επικράτειας που διοικεί ο έπαρχος, επαρχία 2. στον πληθ. τὰ ἐπαρχεία τα μέρη τού κιθαρωδικού νόμου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”